- σκιαχτά
- επίρρ. τροπ., τρομαγμένα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκιαχτά — Ν επίρρ. με φόβο, με τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί θ. *σκιαχτός < σκιάζω «φοβίζω»] … Dictionary of Greek